- καρτερούντως
- καρτερούντως (Α) επίρρ. με καρτερία, καρτερικά, θαρραλέα («παρατεταγμένως καὶ καρτερούντως ἀμυνομένων τὴν τύχην», Πλάτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. ενεστ. καρτερῶν, -οῦντος (καρτερῶ), πρβλ. αρκ-ούντως].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καρτερούντως — strongly indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)